- επιμοχθώ
- ἐπιμοχθῶ, -έω (Α)επιτυγχάνω με πρόσθετο μόχθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμόχθῳ — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιμοχθώ — έω, Μ μοχθώ μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιμοχθῶ «ἐπιπονώ»] … Dictionary of Greek